Fantastic! 2
Fantastic! 191 που ξύπνησε μουδιασμένος, αυτή τη φορά, μέσα στο δικό τους τρένο. Η πίσω πόρτα του βαγονιού άνοιξε με πάταγο και ο Γκεόργκ σηκώθηκε και γύρισε. Κρατήθηκε από τη ράχη του καθίσματος, καθώς το τρένο έγερνε, παίρνοντας μια ανοιχτή στροφή. Ο Λοχαγός Κλάους Μπέκμαν έμπαινε παραπατώντας, δίχως να φοράει το πηλήκιο του, το οποίο το έσφιγγε στην αριστερή του μασχάλη. «Καπιτάν, όλα καλά;» ρώτησε ο Γκεόργκ. Ο παχύσαρκος άντρας σταθεροποιήθηκε και του έκανε ένα νεύμα με το δεξί του χέρι. «Κάθισε, Λιούτναντ, κάθισε!» Ο Υπολοχαγός Γκεόργκ Λίχτεν κάθισε και τέντωσε τους ώμους του, σαν να βρισκόταν σε στάση προσοχής. Ο Λοχαγός του κάθισε στην απέναντι θέση, ξεφυσώντας και πετώντας το πηλήκιο παραδίπλα του, στο κάθισμα. «Δε σε ξύπνησα, Λίχτεν» του είπε. «Ήθελα να κάνω έναν έλεγχο στο τρένο μας» και έσκυψε το κεφάλι του απο- φεύγοντας το ερωτηματικό βλέμμα του Γκεόργκ. Ο νεαρός Υπολοχαγός δαγκώθηκε. «Μην ανησυχείς» μίλησε τελικά ο Μπέκμαν. «Το φορτίο μας είναι ασφα- λισμένο!» Η δήλωσή του ακούστηκε περίεργα. Μια αμήχανη σιωπή απλώθηκε ανά- μεσά τους για αρκετά δευτερόλεπτα, μέχρι που τα πάντα σκοτείνιασαν, καθώς το τρένο έμπαινε σε τούνελ. Τα φώτα του τρένου άναψαν. Οι δυο άντρες ήταν μόνοι τους μέσα στο βαγόνι των αξιωματικών. Εξάλλου ήταν και οι μόνοι αξιωματι- κοί της Γερμανικής Βέρμαχτ σε τούτη τη θλιβερή απο- στολή. Μετά το βαγόνι των αξιωματικών, ακολουθούσε ένα, παράταιρο με το υπόλοιπο τρένο, πολυτελές βαγόνι μπαρ-κουζίνα, αμέσως το βαγόνι της δωδεκαμελούς φρουράς τους και μετά μια ατέλειωτη σειρά βαγονιών μεταφοράς βοοειδών. Τα φώτα του βαγονιού, τοποθε- τημένα σε σειρά δίπλα από τα παράθυρα, ήταν πολύ δυνατά, κι εάν ήταν λευκά θα έμοιαζαν περισσότερο με φώτα χειρουργείου. Η κίτρινη λάμψη τους θύμιζε στον Γκεόργκ τα βερολινέζικα καμπαρέ, όπως ακτινοβολού- σαν, τότε, στα ονειρικά του ταξίδια. Η σιωπή παρέμενε βολικά, σαν πέπλο, ανάμεσα στους δύο άντρες και ο Γκεόργκ σχεδόν χαμογέλασε στην ανά- μνηση του ύφους του πατέρα του όταν του είχε πρωτο- πεί για τα λαμπερά φώτα του Ελντοράντο. Ήταν δεν ήταν τότε έντεκα χρόνων και ο συντηρητικός πατέρας του είχε μείνει να τον κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια και με μισά- νοιχτο στόμα, όσο εκείνος του διηγούνταν για τα μαγικά φώτα και τους ιπτάμενους χορευτές ενός από τα πιο διά- σημα κλαμπ του Βερολίνου, διαβόητου για τους ομοφυ- λόφιλους χορευτές του και την ακραία του διασκέδαση. Ο Γκεόργκ, από μικρό παιδί, είχε το χάρισμα να ταξι- δεύει στα όνειρά του, κι αυτό το θεωρούσε φυσιολογικό για όλους τους άλλους γύρω του. Μπορούσε να βλέπει χρώματα, ήχους και αρμονίες, ακόμη και σε περιοχές που έμοιαζαν άδειες και σκοτεινές στον «πραγματικό κόσμο». Το χάρισμα αυτό του έδινε μια θαυμαστή ελευθερία και πολλές νύχτες, ενώ το σώμα του κοιμόταν, μπορούσε να πετάει πάνω από τους νυχτερινούς δρόμους του Βερολί- νου, που έδειχναν να λαμποκοπούν σαν υπέροχα μαγικά κοσμήματα. Μπαίνοντας στην εφηβεία, προσέχοντας τον κόσμο γύρω του και τις διαμαρτυρίες του πατέρα του, άρχισε να κατανοεί πως ο «πραγματικός κόσμος» δεν ήταν τόσο όμορφος όσο τον ζούσε μέσα στα όνειρά του. Η φτώχεια ήταν ολοφάνερη στους περισσότερους δρό- μους της ηττημένης από το Μεγάλο Πόλεμο πόλης. Ο πατέρας του κατηγορούσε τους Αγγλοσάξονες για την κατάντια της περήφανης Γερμανίας. «Σχεδόν το ένα τρίτο στο Βερολίνο ήταν άνεργοι» έλεγε συνεχώς «και οι μόνοι που σκόπευαν να κάνουν κάτι για την Πατρίδα ήταν το Εθνικοσοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα!» Κι όσο με- γάλωνε ο Γκεόργκ και συνειδητοποιούσε τις δυσκολίες, κυρίως αυτές που βίωνε η οικογένειά του, τόσο ξέφτιζε η ικανότητά του να πετάει ελεύθερος στα όνειρά του. Ο πατέρας του είχε γίνει μέλος του Ναζιστικού Κόμματος, φανατισμένος ακόλουθος του Χίτλερ, και επέμενε να γραφτεί ο Γκεόργκ σε στρατιωτική ακαδημία, ώστε να προσφέρει στην ανοικοδόμηση του έθνους τους. Ο Γκεόργκ του αντιμιλούσε πως μια ανοικοδόμηση δε γίνεται με στρατό, αλλά με εργάτες, επιστήμονες, καλλι- τέχνες και πνευματικούς δημιουργούς. Επέμενε πως το μέλλον του θα ήταν στη μουσική και πως θα συνέθετε ένα πρωτοποριακό έργο που θα κάλυπτε το σκοτάδι και τη λάμψη του Βερολίνου και θα μπορούσε να παι- χτεί από θέατρα ως και καμπαρέ. «Πρεμιέρα στο κλαμπ Ελντοράντο, πατέρα», τον τσιγκλούσε και τον διαόλιζε. Τελικά, μη αντέχοντας τη σιωπηλή θλίψη της μάνας του, είχε επικρατήσει η ανάγκη ενός σταθερού μισθού και δέχτηκε τις οικονομίες του πατέρα για να σπουδάσει στη Στρατιωτική Ακαδημία. Κοίταξε το σιωπηλό Λοχαγό του, αναρωτώμενος εάν θα έβρισκε το θάρρος να του κάνει την ανομολόγητη ερώτηση. Το βλέμμα του Μπέκμαν ήταν καρφωμένο στο παράσημο που κοσμούσε το στήθος του υφισταμένου του. Ο Γκεόργκ χαμογέλασε τελικά. Είτε ο Θεός είχε πολύ χιούμορ είτε όλοι τους ήταν παιχνιδάκια, έρμαια στις ροές μιας αδυσώπητης Μοίρας. Μόλις είχε αποφοιτήσει βεβιασμένα από την Ακαδη- μία Πολέμου, άπειρος Ανθυπολοχαγός, και η Γερμανία είχε καταλάβει ήδη την Πολωνία. Αμέσως ανέλαβε πόστο στη διοίκηση του τάγματος του Λοχαγού Μπέκμαν, στη Νότια Στρατιά, που έγινε γνωστή και ως Βαλκανική, κα- θώς το κύριο μέρος της κατέλαβε τα Βαλκάνια. Η συνέχεια στο επόμενο τεύχος H σιωπή παρέμενε βολικά, σαν πέπλο, ανάμεσα στους δύο άντρες και ο Γκεόργκ σχεδόν χαμογέλασε στην ανάμνηση του ύφους του πατέρα του όταν του είχε πρωτοπεί για τα λαμπερά φώτα του Ελντοράντο.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy Mjg5NDY=