Fantastic! 2

Fantastic! 188 Κατέπνιξε το βήχα του και έκλεισε γρήγορα το παρά- θυρο, τραβώντας τον πλαϊνό σύρτη. Ακούμπησε ξανά στην κουκέτα του κλείνοντας τα μάτια του, αφήνοντας τον πόνο να καταλαγιάσει. Τι παράξενο όνειρο ήταν αυ- τό που είχε δει; Ήταν, λέει, πεσμένος, ανήμπορος, και μαινόμενοι γυμνοί άντρες και γυναίκες ξέσκισαν τις σάρκες του με τα ίδια τους τα χέρια. Ο Γκεόργκι πήρε βαθιές αναπνοές, αφέθηκε στο απότομο ρυθμικό λί- κνισμα του τρένου και προσπάθησε να ανακτήσει την ηρεμία του. Οι καιροί ήταν ταραγμένοι και επικίνδυ- νοι. Ο ήχος ενός σπίρτου που άναβε τον έκανε να ανοί- ξει τα μάτια του. Το λαμπερό κίτρινο φως απέναντί του τον ξάφνιασε, όπως και ο ήχος του ρουφήγματος της πίπας. Για λίγο πίστεψε ότι μέσα στο ημίφως θα άκου- γε κοριτσίστικα γέλια! Άλλο κι αυτό . «Γκεόργκιε Μιχάλεβιτς!» μίλησε ο άντρας στην απέ- ναντι κουκέτα, σκύβοντας λίγο μπροστά. Η κοκκινωπή καύτρα της πίπας έδινε μια απόκοσμη λάμψη στο μα- κρόστενο πρόσωπό του. Η όξινη μυρωδιά του σπίρτου που έσβησε ενόχλησε τον Γκεόργκι. Τεντώθηκε, καθι- σμένος, σαν να είχε δεχτεί διαταγή, κυρίως για να απο- διώξει τα υπολείμματα του κακού ύπνου και του παρά- ξενου εφιάλτη του. Ο άντρας απέναντί του γέλασε. Με ένα σιγανό τσιτσίρισμα το ηλεκτρικό φως άναψε στην καμπίνα τους, ξαφνιάζοντάς τον. Ηλεκτρισμός! Το μεγαλείο της ανθρώπινης τεχνολογίας! «Αρχιστράτηγε!» ανταποκρίθηκε με καθυστέρηση ο Γκεόργκι. «Παρακοιμήθηκες, Μιχάλεβιτς» χαμογέλασε ο με- γαλύτερος άντρας απέναντί του. Τα ψυχρό φως του λαμπτήρα τόνιζε τις ρυτίδες στα μάτια και στο μέτωπό του, πυκνότερες από όσες θα έπρεπε να έχει στα σα- ράντα δύο του χρόνια. Το πρόσωπο του άντρα μακρύ, με ένα σχεδόν τριγωνικό μουστάκι, δίχως καμία γκρίζα τρίχα. Συνέχιζε να κρατά σφηνωμένη στα δόντια του την επίχρυση πίπα του με το συνηθισμένο του πεισμα- τικό τρόπο και ο Γκεόργκι χαμογέλασε. Τα τελευταία δέκα χρόνια, χρόνια ασταμάτητων πολέμων, είχαν σμιλέψει με μια αυστηρότητα τα πρόσωπα και των δύο τους. «Πού είμαστε, Αρχιστράτηγε;» ρώτησε, έχοντας πια καταφέρει να ηρεμήσει. «Δεν είμαι ακόμη επίσημα ο Αρχιστράτηγος , Γκιόργκι! Άσε να φτάσουμε πρώτα στη Διοίκηση του Λευκού Στρατού.» Ο Πιοτρ Νικολάγεβιτς Βράνγκελ, γνωστός σε φίλους και εχθρούς ως ο Μαύρος Βαρόνος , τράβηξε μια γερή ρουφηξιά από την πίπα του. «Φτάσαμε στα νότια Καρπάθια και αφήνουμε πίσω μας τη Βουλγαρία. Πια, καλέ μου υπασπιστή, είμαστε μακριά από τη θαυμαστή Κωνσταντινούπολη.» Ο Γκεόργκι ένιωσε ένα αμυδρό συναίσθημα θλίψης να αναβλύζει στη ψυχή του. «Κι όμως, Βαρόνε, δεν κράτησε πολύ η εξορία σας στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ντενίκιν αναγκάστηκε να παραιτηθεί από Αρχιστρά- τηγος.» «Για το καλό μας, Γκιόργκι;» «Εάν υπάρχει, Πιοτρ» τόνισε με πάθος ο Γκεόργκι «ένας ηγέτης για να ανακαταλάβει τη Μόσχα, αυτός μόνο εσύ θα μπορούσες να είσαι!» Το βλέμμα του Βράνγκελ σκοτείνιασε και ένα σφι- χτό χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη του. Η αμηχανία του ήταν διακριτή στον τρόπο που στριφογύριζε την πίπα του μέσα στη χούφτα του. «Με τη βοήθεια της Παναγιάς, κι αν είναι θέλημα Θεού, θα επικρατήσουμε, Γκιόργκι». Την ίδια φράση του είχε πει και πριν από τέσσερα χρόνια, όταν η Στρατιά του Καυκάσου είχε συντρίψει τον οθωμανικό στρατό, απελευθερώνοντας τον ελληνικό Πόντο κι εκείνος τον είχε ρωτήσει εάν ο ρωσικός στρατός θα απελευθέρωνε την Κωνσταντινού- πολη, ύστερα από πέντε αιώνες κατοχής της από τους Τούρκους. Δυστυχώς, λίγο μετά, ξέσπασε η Κόκκινη Επανάσταση και η Ρωσική Αυτοκρατορία κατέρρευσε. Το σύνθημα των μπολσεβίκων για Ειρήνη επικράτησε και το Κεντρικό τους Σοβιέτ υπόγραψε σύμφωνο ειρή- νης με τον ηγέτη των Νεότουρκων, τον Κεμάλ Ατατούρκ. Το όνειρο για την ανασύσταση της νέας βυζαντι- νής αυτοκρατορίας εξανεμίστηκε, μία ανάσα προτού πραγματοποιη- θεί. Ένα όνειρο που δεν κατάφερε ούτε η Μεγάλη Αικατερίνη, η φιλό- δοξη αυτοκράτειρα της Ρωσίας. Ο θυμός ξεχείλισε από μέσα του. «Μονάχα Θέλημα του Θεού μπο- ρεί να είναι η συντριβή των άθεων μπολσεβίκων από τον πιστό, χρι- στιανικό, Λευκό Στρατό μας!» «Αλήθεια;» τον ρώτησε ο Μαύρος Βαρόνος και ο ηλε- κτρικός λαμπτήρας τρεμόπαιξε και έσβησε, αφήνοντάς τους στο σκοτάδι. Η αναπνοή του Γκεόργκι κόπηκε κοιτάζοντας τα σκοτεινά μάτια του αρχηγού του, όπως έλαμπαν στο ελάχιστο κοκκινωπό φως από την καύτρα της πίπας του. Ο χρόνος σαν να διαστάλθηκε και σταμάτησε και μια παγωνιά τον κατέλαβε. Όπως τότε, που ήταν δώδε- κα χρόνων, όταν τα κατάμαυρα μάτια του Ρασπούτιν είχαν σκύψει από πάνω του και τα μακριά μαλλιά του, που λαμπύριζαν λιγδιασμένα, στο φως των κεριών, εί- χαν ακουμπήσει στα μαγουλά του, παγώνοντάς τον με έναν αφύσικο τρόπο. Αλήθεια; τον είχε ρωτήσει τότε ο ψηλόλιγνος καλόγε- ρος και η καρδιά του έφηβου Γκεόργκι είχε πετρώσει. Απέναντι σε τόσο σκοτάδι, εκείνη τη στιγμή, κάτι νέο είχε ξυπνήσει μες στην ψυχή του. Αλήθεια! είχε αντιγυρίσει στο σκοτεινό μοναχό. Κά- θε φορά που προσεύχομαι στον Ιησού Χριστό μας, φως αστράφτει μέσα στην καρδιά μου. Κι ο Ρασπούτιν είχε τραβηχτεί ξαφνιασμένος. Ο Γκεόργκι ένιωσε ένα αμυδρό συναίσθημα θλίψης να αναβλύζει στη ψυχή του. «Κι όμως, Βαρόνε, δεν κράτησε πολύ η εξορία σας στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ντενίκιν αναγκάστηκε να παραιτηθεί από Αρχιστράτηγος.»

RkJQdWJsaXNoZXIy Mjg5NDY=