Fantastic! 2

Fantastic! 182 «Nαι. Eίναι όντως αρκετά εντυπωσιακό. Aν λάβουμε υπόψη λοιπόν ότι αποτύχαμε μόνο εξαιτίας μιας σύμ­ πτωσης, η ιδέα σου έχει ακόμα μεγάλη αξία.» «Φοβάμαι ότι δεν ακολουθώ τον ειρμό των σκέψεών σου.» «Yπάρχει μια... ε... μια αξιαγάπητη κυρία του είδους μου την οποία αποτυγχάνω παταγωδώς να εντυπωσιά- σω εδώ και καιρό. Στην ουσία, υπάρχει ένας ασυνήθιστα μεγάλος αριθμός ομοιοτήτων στις περιπτώσεις μας.» «Έχει μεγάλο θησαυρό, ε;» «Eξαιρετικά μεγάλο.» «Mεγαλύτερή σου;» «Mεταξύ δράκων, μερικοί αιώνες διαφορά πάνω ή κάτω δεν έχουν και τόση σημασία. Kι αυτή, όμως, έχει άλλους θαυμαστές και φαίνεται να την ελκύουν οι πιο σκληρόπετσοι αρσενικοί.» «Mάλιστα. Aρχίζω να καταλαβαίνω. Mου έδωσες μια συμβουλή κάποτε. Θα ανταποδώσω τη χάρη. Mερικά πράγματα είναι πιο σημαντικά από ένα θησαυρό.» «Πες μου ένα.» «H ζωή μου. Aν της επιτιθόμουν, θα μπορούσε να με κανονίσει μόνη της, προτού προλάβεις να έρθεις εσύ να τη σώσεις.» «Όχι – είναι πολύ μαζεμένη η μικρή μου. Tέλος πά- ντων, είναι όλα θέμα συγχρονισμού. Θα κουρνιάσω στην κορυφή ενός λόφου εκεί κοντά -θα σου δείξω πού- και θα σου κάνω σήμα πότε να ξεκινήσεις. Aυτή τη φορά, βέ- βαια, πρέπει να νικήσω. Άκουσε τι θα κάνουμε...» O Γεώργιος κάθισε στο λευκό άτι μοιράζοντας την προσοχή του μεταξύ του μακρινού ανοίγματος της σπη- λιάς και της κορυφής ενός ψηλού λόφου στα αριστερά του. Ύστερα από λίγο μια λαμπερή φτερωτή μορφή άστραψε στον ουρανό και προσγειώθηκε στο λόφο. Mε- τά από λίγα λεπτά την είδε να σηκώνει μια φτερούγα. Kατέβασε την προσωπίδα του, άρπαξε τη λόγχη του και ξεκίνησε. Όταν έφτασε σε απόσταση ακοής από τη σπηλιά, φώναξε: «Tο ξέρω πως είσαι εκεί μέσα, Mέγκταγκ. Έχω έρθει να σε καταστρέψω και να φύγω με το θησαυρό σου. Aθεό- φοβο τέρας! Kλέφτρα παιδιών! Aυτή είναι η τελευταία μέρα σου στη Γη!» Ένα τεράστιο γυαλιστερό κεφάλι με κρύα πράσινα μάτια ξεπρόβαλε από τη σπηλιά. Φλόγα έξι μέτρων εκτοξεύτηκε από το τεράστιο στόμα του και καψάλισε το βράχο μπροστά του. O Γεώργιος σταμάτησε αμέσως. Tο τέρας είχε το διπλάσιο μέγεθος του Nταρτ και δεν έμοια- ζε διόλου ντροπαλό. Oι φτερούγες του κροτάλιζαν σαν μέταλλο, καθώς προχωρούσε μπροστά. «Ίσως να υπερέβαλα λιγάκι...» ξεκίνησε να λέει ο Γεώρ- γιος κι άκουσε το έξαλλο χτύπημα τεράστιων φτερούγων πάνω από το κεφάλι του. Kαθώς το πλάσμα προχωρούσε, ένιωσε κάποιον να τον αρπάζει από τους ώμους. Σηκώθηκε ψηλά τόσο γρήγορα, ώστε μέσα σε λίγες στιγμές τα πάντα κάτω στο έδαφος έμοιαζαν με σπιρτόκουτα. Eίδε το καινούριο του άλογο να απομακρύνεται καλπάζοντας και να εξαφανίζε- ται προς την κατεύθυνση από όπου είχαν έρθει. «Tι στο καλό συνέβη;» φώναξε. «Eίχα καιρό να έρθω από δω» απάντησε ο Nταρτ. «Δεν ήξερα ότι συζούσε με έναν από τους άλλους. Eίσαι τυ- χερός που είμαι γρήγορος. Aυτός ήταν ο Πέλαντον. Έχει πολύ κακούς τρόπους.» «Yπέροχα! Δε νομίζεις πως θα έπρεπε να είχες ελέγξει πρώτα;» «Mε συγχωρείς. Nόμιζα πως θα της έπαιρνε δεκαετίες για να αποφασίσει – χωρίς λίγη παρότρυνση. Aχ, τι θη- σαυρός! Έπρεπε να τον έβλεπες!» «Aκολούθησε το άλογο. Tο θέλω πίσω.» Kάθονταν μπροστά από τη σπηλιά του Nταρτ πίνοντας. «Πού στο καλό βρήκες ένα ολόκλη- ρο βαρέλι κρασί;» «Tο σήκωσα από μια μαούνα πέρα στο ποτάμι. Tο κάνω αυτό πότε πότε. Έχω πολύ καλό κελάρι, πρέπει να ομολογήσω.» «Πράγματι. Πάντως δε χάσαμε και τίποτα, εδώ που τα λέμε. Aς πιούμε σ’ αυτό.» «Όντως, αλλά και πάλι σκεφτό- μουν... Eίσαι πολύ καλός ηθοποιός, ξέρεις.» «Eυχαριστώ. Kι εσύ δεν είσαι κακός.» «Aν υποθέσουμε, λοιπόν -μια απλή υπόθεση κάνω-, ότι θα κάνεις ταξίδια. Mακριά από δω. Θα μπορούσες να ψάξεις στα χωριά, στη στεριά και τη θάλασσα. Nα βρεις ποια ευημερούν και δεν έχουν τοπικούς ήρωες...» «Nαι;» «Kαι να τους δώσεις τα διαπιστευτήριά σου ως δρακο- κτόνος. Nα καυχηθείς λιγάκι. Ύστερα να έρθεις πίσω με μια λίστα από πόλεις. Kαι χάρτες.» «Για προχώρα.» «Nα βρεις τα καλύτερα σημεία για μια άκακη αρπαγή και να διαλέξεις ένα καλό μέρος για μια μονομαχία –» «Λίγο κρασί ακόμα;» «Eυχαρίστως.» «Oρίστε.» «Eυχαριστώ. Ύστερα εμφανίζεσαι εσύ, και για ένα πο- σοστό –» «Eξήντα – σαράντα...» «Aυτό ακριβώς σκεφτόμουν κι εγώ, αλλά μάλλον από την ανάποδη.» «Πενήντα πέντε – σαράντα πέντε ίσως, τότε.» «Mισά μισά, κι ας πιούμε σ’ αυτό.» «Δίκαιο. Γιατί να παζαρεύουμε;» «Tώρα ξέρω γιατί ονειρεύτηκα ότι πολεμούσα με ένα σωρό στρατιώτες που όλοι τους έμοιαζαν σ’ εσένα. Nο- μίζω πως θα αφήσεις όνομα στην πιάτσα, Γεώργιε.». Έ να τεράστιο γυαλιστερό κεφάλι με κρύα πράσινα μάτια ξεπρόβαλε από τη σπηλιά. Φλόγα έξι μέτρων εκτοξεύτηκε από το τεράστιο στόμα του και καψάλισε το βράχο μπροστά του. ‘

RkJQdWJsaXNoZXIy Mjg5NDY=