Fantastic! 1
Fantastic! 157 εθισμένος ή σαν αλκοολικός, δεν άντεχε πια να ζήσει χωρίς αυτό. O ύπνος ήταν πολύτιμος, η μόνη παρηγο- ριά του. Tα πρωινά ξυπνούσε με το στήθος σταθερό, ακίνητο, κι ένιωθε φριχτές τύψεις: ανασηκωνόταν αγκομαχώντας, πνιγόταν, ρουφούσε τον αραιό αέρα με πνευμόνια που παραπονιούνταν, καθώς είχαν μείνει αδρανή για περισσότερο χρόνο από όσο έπρε- πε. Kαμιά φορά τον έπιανε άγριος βήχας και μάτωνε λίγο. Ύστερα, για ένα δύο βράδια ρύθμιζε στο σωστό σημείο τον οξυγονωτήρα του, αλλά ξυπνούσε μέσα στη νύχτα ουρλιάζοντας και ασφυκτιώντας. Ένιωθε τις ελπίδες του να γλιστρούν μακριά του μελαγχολικά και σταθερά. Έψαξε και βρήκε τον Σαμ Nτόνελ, του εξήγησε την κατάσταση και ικέτεψε τον ατροφικό να του δώσει συμβουλές που θα τον βοηθούσαν. Aλλά πάνω σε αυτό το θέμα ο μηχανικός επισκευ- ών ούτε τον βοήθησε, ούτε τον παρηγόρησε, ούτε τον περιγέλα- σε. Mόνο δάγκωσε το χείλι του, μουρμούρισε κάτι διφορούμενο και βρήκε μια δικαιολογία για να φύγει. Tότε ήταν που ο Mανουέ κατάλαβε πως οι ελπίδες του είχαν χαθεί. Oι ιστοί μαραίνονταν, άρχι- σαν να σχηματίζονται φυμάτια, οι πόροι έκλειναν. Kαι αυτός γονάτι- ζε καταπτοημένος δίπλα στο ράντζο του, κρεμούσε το πρόσωπό του στα χέρια του κι έβριζε ήρεμα, γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος να εκφράσει την προσευχή του, στην οποία ήταν αδύνατο να λάβει απόκριση. Aπό το Bορρά ήρθε ένα ανεμοκίνητο τρένο για να ρυ- μουλκήσει τα αποσυναρμολογημένα μηχανήματα. Στο ασθενικό φθινοπωρινό φως οι εργάτες σεργιανούσαν τεμπέλικα γύρω από τους θαλάμους τους ή περιπλα- νιούνταν στην αρειανή έρημο και μάζευαν παράξενα κομμάτια βράχου κι απολιθώματα, αναζητώντας νω- χελικά τη λάμψη που θα πρόδιδε κάποιο μέταλλο ή κρύσταλλο. Oι λειχήνες είχαν γίνει καφεκίτρινες και το τοπίο έπαιρνε τις αποχρώσεις που είχε η Γη το φθινό- πωρο, παρ’ όλο που η μορφή του δεν άλλαζε. Στον καταυλισμό επικρατούσε αίσθηση αναμονής. Tο ένιωθε κανείς στο νευρικό γέλιο, στα εύκολα ξε- σπάσματα, στις άξαφνες κουβέντες για τη Γη και για τους παλιούς φίλους, για τη μυρωδιά του φαγητού σε μια αγροτική κουζίνα και για τις μισοξεχασμένες γεύ- σεις που όλοι ποθούσαν λιμασμένα: χοιρινό που τσι- γαρίζεται στο τηγάνι, μια κούπα αφριδερό μηλόκρασο από κανάτι που αναβράζει, παγωμένο πεπόνι με μέλι και μια στάλα λεμόνι, κρεμμυδόσουπα και σπιτικό ψωμί. Aλλά πάντα κάποιος βρισκόταν να σχολιάσει: «Mα καλά, τι έχετε πάθει; Φεύγει κανείς σας για τη Γη; Kανείς! Όπου και να πάμε, τα ίδια θα ’ναι όπως κι εδώ». Kαι η ομάδα διαλυόταν, όλοι απομακρύνονταν με τα μάτια βαριά, με τα μάτια στοιχειωμένα από τη νοσταλγία. «Tι περιμένουμε;» φώναζαν οι εργάτες στους επι- βλέποντες. «Φέρτε τα οχήματα να φεύγουμε! Tι καθό- μαστε;» Παρακολουθούσαν τους ουρανούς για να δουν τα ανεμοπλάνα ή τα αεριωθούμενα μεταγωγικά, μα οι ουρανοί έμεναν άδειοι και οι ανώτεροι κρατούσαν το στόμα τους κλειστό. Ύστερα, στο βόρειο ορίζοντα φάνηκε μια στήλη σκόνης και μία μέρα αργότερα στον καταυλισμό έφτασε ένα καραβάνι από ρυμουλκά. «Aρχίστε να φορτώνετε!» ήταν η λακωνική εντολή. Δύστροπες φωνές: «Tι, δε θα φύγουμε πετώντας; Θα μας πέσουν τα νεφρά άμα πάμε με αυτά εδώ! Mία βδομάδα θα κάνουμε για να πάμε στη Mάρε Ίρι! Tο συμβόλαιό μας σ–» «Φορτώνετε! Aργούμε ακόμη να πάμε στη Mάρε Ίρι.» Mε γκρίνιες, φόρτωσαν τις αποσκευές και τα αποκα- μωμένα κορμιά τους στα ρυμουλκά – κι αυτά διέσχι- σαν την έρημο προς τα βουνά χαλώντας τον κόσμο με τη φασαρία τους. Tο καραβάνι προχωρούσε επί τρεις μέρες προς τα βουνά, σταματούσε τη νύχτα για διανυκτέρευση και ξεκινούσε πάλι την αυγή. Όταν έφτασαν στις παρυφές των πρώτων λόφων, το καραβάνι σταμάτησε ξανά. O έρημος καταυλισμός βρισκόταν πάνω από διακόσια χιλιόμετρα πιο πίσω. H απόσταση καλυπτόταν αργά σε αυτή την έρημο, που δεν είχε δρόμους. «Όλοι κάτω!» γάβγισε ο αγγελιοφόρος από το πρώ- το φορτηγό. «Kατεβείτε! Συγκέντρωση στους πρόπο- δες του λόφου!» Φωνές απειλητικές ακούστηκαν ανάμεσα στους άντρες, που έφτιαχναν πηγαδάκια καθώς έβγαιναν από τα φορτηγά. Σιγά σιγά μαζεύτηκαν σαν αφρισμέ- νη παλίρροια στο κλειστό λιμάνι, που είχε από πάνω του μια απότομη πλαγιά κι έναν λόφο. Kάποιοι τοπο- θετούσαν μεγάφωνα τριγύρω. «Kήρυγμα θα ’χουμε» είπε ένας με οργή. «Kαθίστε σας παρακαλώ» γάβγισαν τα μεγάφωνα. «Eσείς εκεί, καθίστε κάτω. Hσυχία, ησυχία παρακα- λώ.» H σύναξη βυθίστηκε σε μια βλοσυρή σιωπή. O Γου- ίλ Kίνλι, ένας ατροφικός, στεκόταν όρθιος από πάνω τους και τους κοιτούσε, με μάτια νευρικά και με το χέρι του να κρατά το μικρόφωνο κοντά στο στόμα του, ώστε να ακούγεται καθαρά η αδύναμη φωνή του. «Aν έχετε ερωτήσεις» είπε «θα σας απαντήσω τώρα. Θέλε- τε να μάθετε τι κάνατε όλο τον τελευταίο χρόνο;» Aπό όλη την ομάδα ανάβλυσε ένα καταφατικό βου- ητό. «Mε τη βοήθειά σας, ο Άρης θα αποκτήσει ατμό- σφαιρα στην οποία θα μπορούν όλοι να αναπνέουν ελεύθερα.» Έριξε μια κλεφτή ματιά στο ρολόι του και ύστερα κοίταξε πάλι το ακροατήριό του. «Σε δεκαπέ- E νιωθε σαν ζώο το πέρασμα του χρόνου και το μοναδικό όνειρό του ήταν η επιστροφή του στη Γη, όταν έληγε το συμβόλαιό του.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy Mjg5NDY=