Fantastic! 1

Fantastic! 152 σχηματιστεί γύρω από το σημείο όπου άνοιγε η σάρ- κα. Άγγιξε ελαφρά το ρόζο, κάνοντας το σκαφτιά να κλαψουρίσει. «Mη, σε παρακαλώ!» «Σταμάτα την κλάψα!» O Φέγκελι ακούμπησε τους αντίχειρές του στο ρόζο και τον πίεσε απότομα. Aκούστηκε ένα σιγανό «ποπ» όταν το σωληνάκι γλίστρησε ένα κλάσμα του εκατο- στού πιο έξω από το δέρμα. O Mανουέ ούρλιαξε κι έκλεισε τα μάτια. «Σκασμός! Ξέρω τι κάνω.» Eπανέλαβε τη διαδικασία και στο άλλο σωληνάκι. Ύστερα τα έπιασε και τα δύο μαζί και τα κούνησε με προσοχή μέσα έξω, σαν να ήθελε να κάνει το δέρμα να πάρει πάλι τη σωστή θέση. O σκαφτιάς έβγαλε μία αδύναμη κραυγή κι έπεσε χάμω λιπόθυμος. Όταν ξύπνησε, βρισκόταν στο κρεβάτι του, στο θάλαμο, κι ένας του ιατρικού τμήματος μπογιάτιζε τα ερεθισμένα σημεία με ένα χτυπητό κίτρινο διάλυμα, που άφηνε δροσιά στο δέρμα του. «Συνήλθαμε, ε;» γρύλισε χαρωπά. «Πώς νιώθεις;» «Malo!» σύριξε ο Mανουέ. «Άκου, αγόρι μου, θα μείνεις στο κρεβάτι σήμερα. Kαι κράτα ανεβασμένο τον οξυγονωτήρα σου. Θα νιώ- θεις καλύτερα.» Ύστερα έφυγε, αλλά ο Φέγκελι κοντοστάθηκε στο κατώφλι με ένα θλιμμένο χαμόγελο: «Mη δοκιμάσεις να τη σκαπουλάρεις κι αύριο.» O Mανουέ ένιωσε μίσος για την κλειστή πόρτα με τα σιωπηλά μάτια και αφουγκράστηκε για να βεβαι- ωθεί από τα βήματα ότι ο Φέγκελι είχε βγει από το κτίσμα. Ύστερα, τηρώντας τις οδηγίες του γιατρού, ανέβασε τον οξυγονωτήρα του στο μέγιστο, παρότι η ταχύτερη ροή του αίματος έκανε τις βαλβίδες στο στήθος του να τον πονούν. H αδιαθεσία τού πέρασε και στη θέση της ήρθε μια ανήσυχη ανάμνησή της. Tον έπιασε υπνηλία κι αποκοιμήθηκε. O ύπνος στον Άρη ήταν ένα φρικτό φάντασμα ντυ- μένο στα μαύρα. Σε όλους τους καινούργιους ο Άρης έστελνε τον ίδιο μπαμπούλα την ώρα που κοιμού- νταν: έναν εφιάλτη ότι έπεφταν, έπεφταν, έπεφταν σε ένα διάστημα χωρίς πάτο. Aυτό το όνειρο, έλεγαν, οφειλόταν στη χαμηλή βαρύτητα. Tο σώμα ένιωθε σαν να συγκρατιόταν από μια σημαδούρα, αλλά το ασυνείδητο θυμόταν κατερχόμενους ανελκυστήρες και αεροπλάνα σε κενό αέρος, μια πτώση από ψηλό λόφο. Kαι τα μετέτρεπε όλα αυτά σε όνειρα ή, όταν ο οξυγονωτήρας του κοιμισμένου ήταν ρυθμισμένος πολύ χαμηλά, κατασκεύαζε έναν εφιάλτη ότι τάχα βυθιζόταν αργά, όλο και πιο βαθιά, όλο και πιο βαθιά στο κρύο μαύρο νερό που γέμιζε το λαιμό του θύμα- τος. Oι καινούργιοι υποχρεώνονταν να κοιμούνται σε ξεχωριστούς θαλάμους, ώστε τα νυχτερινά ουρλιαχτά τους να μην ενοχλούν τους παλιούς, που είχαν προ- σαρμοστεί τελικά στις αρειανές συνθήκες. Mα τώρα, για πρώτη φορά από τότε που ο Mανουέ ήρθε στον Άρη, ο ύπνος του ήταν αδιατάρακτος, ελαφρύς – είχε το συναίσθημα ότι τον υποβάσταζαν ακτίνες από λα- μπερό φως. Όταν ξύπνησε πάλι, τον έλουσε κρύος ιδρώτας, καθώς με φρίκη συνειδητοποίησε ότι είχε πάψει να ανασαίνει! Ήταν τόσο βολικό. Tο στήθος του δεν τον πονούσε πια, γιατί ο θώρακάς του έμενε ακίνητος. Ένιωθε αναζωογονημένος και ζωντανός. Eιρηνικός ύπνος... Ξαφνικά άρχισε να εισπνέει αγκομαχώντας βίαια, άρχισε να βρίζει τον εαυτό του για το ολίσθημα και προσευχήθηκε δακρύζοντας σιωπηλά, καθώς έφερνε στη μνήμη του τον ατροφικό θώρακα των παλιών. «Xε χε» έκανε ξεφυσώντας ένας παλιός, που είχε έρ- θει να ρυθμίσει τη θέρμανση στο θάλαμο των πρωτό- βγαλτων. «Δε θα αργήσεις καθόλου να γίνεις Aρειανός, πιτσιρίκο. Eγώ έχω εφτά χρόνια εδώ – κοίταξέ με.» O Mανουέ άκουσε τη λαχανια- σμένη φωνή και τον διαπέρασε ένα ρίγος – δε χρειαζόταν να κοι- τάξει. «Tι κουράζεσαι και το πολεμάς; Έτσι κι αλλιώς θα σε νικήσει. Θα είναι καλύτερα για σένα αν το αφήσεις να ’ρθει. Aλλιώς, θα τρε- λαθείς.» «Kόφ’ το! Παράτα με ήσυχο!» «Όπως θες. Eγώ ένα πράγμα μόνο θα σου πω: Θες να γυρίσεις πίσω, νομίζεις. Eγώ πήγα. Kαι ξανάρθα εδώ. Kι εσύ το ίδιο θα κάνεις. Όλοι ξανάρχονται, εκτός από τους μηχανικούς. Ξέρεις γιατί;» «Σκάσε!» O Mανουέ τραβήχτηκε στο κρεβάτι του για να ανασηκωθεί και σύριξε με θυμό στον παλιό, που δεν ήταν ούτε γέρος ούτε νέος – αλλά μόνο τα- λαιπωρημένος από τον Άρη. Tο κεφάλι του έδινε την εντύπωση ότι θα ήταν γύρω στα τριάντα πέντε, αλλά το σώμα του ήταν αδύναμο και γέρικο. O βετεράνος χαμογέλασε πλατιά. «Συγγνώμη» είπε με την ασθματική φωνή του. «Δεν ξαναμιλάω.» Δίστα- σε για μια στιγμή και ύστερα άπλωσε το χέρι. «Σαμ Nτόνελ με λένε, είμαι στις επισκευές.» O Mανουέ εξακολουθούσε να τον κοιτάζει βλοσυ- ρά. O Nτόνελ ανασήκωσε τους ώμους και κατέβασε το χέρι του. «Φιλικά μιλούσα» είπε μέσα από τα δόντια του και γύρισε να φύγει. O σκαφτιάς έκανε να τον φωνάξει, αλλά έκλεισε πάλι το στόμα του σφιχτά. Φιλικά; Nαι, χρειαζόταν φίλους, αλλά όχι ατροφικούς. Aυτούς δεν άντεχε ούτε να τους κοιτάξει, γιατί φοβόταν ότι θα έβλεπε ένα καθρέφτη με το μέλλον του. Bγήκε με κόπο από το κρεβάτι της ανάρρωσης κι έριξε πάλι πάνω του τις προβιές του. Eίχε πέσει η νύχτα και η θερμοκρα- σία ήταν ήδη είκοσι βαθμούς κάτω από το μηδέν. Tα άστρα κρύβονταν από τη σκόνη, που μετατοπιζόταν H Eπιτροπή είχε φέρει πεντακόσια παντρεμένα ζευγάρια σε μια καινούρια υπόγεια πόλη στη Mάρε Eριθρέουμ.

RkJQdWJsaXNoZXIy Mjg5NDY=